- χαρτζιλίκωμα
- το снабжение карманными деньгами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαρτζιλίκωμα — το, Ν [χαρτζιλικώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαρτζιλικώνω … Dictionary of Greek
χαρτζιλίκωμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του χαρτζιλικώνω, ο εφοδιασμός κάποιου με μικρά χρηματικά ποσά για τα καθημερινά μικροέξοδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)